- σούρσιμο
- το, Νβλ. σύρσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούρσιμο — το βλ σύρσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύρσιμο — και σούρσιμο, το, Ν 1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη 2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. σιμό (πρβλ. φέρ σιμο)] … Dictionary of Greek
έρψη — η (AM ἔρψις) [έρπω] το να σύρεται κάποιος με την κοιλιά στο έδαφος, το σούρσιμο νεοελλ. είδος άσκησης στη γυμναστική στην οποία μετακινείται κάποιος με τα χέρια και τα πόδια πάνω στο έδαφος … Dictionary of Greek